- ἀναλάμπων
- ἀναλάμπωflame uppres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Tour de Bollingen — 47° 13′ 16″ N 8° 54′ 18″ E / 47.2211, 8.9051 … Wikipédia en Français
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek
στροβοσκοπία — η, Ν τεχνολ. παρατήρηση ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου με φωτισμό του μέσω περιοδικών αναλαμπών βραχείας διάρκειας οι οποίες εκπέμπονται με κατάλληλη συχνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + σκοπία (< σκόπος < σκοπός <… … Dictionary of Greek
στροβοσκοπικός — ή, ό, Ν [στροβοσκοπία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στροβοσκοπία 2. φρ. «στροβοσκοπικός φωτισμός» τεχνολ. φωτισμός ενός ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου μέσω περιοδικών αναλαμπών βραχείας διάρκειας που εκπέμπονται με κατάλληλη συχνότητα … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek